- συνταράσσω
- ΝΑ, και συνταράζω Ν, και αττ. τ. συνταράττω Α [ταράσσω]1. προξενώ αναταραχή, διαταράσσω, ανακατεύω, κάνω άνω κάτω2. προκαλώ μεγάλη ψυχική ταραχή, συγκλονίζω (α. «τόν συντάραξαν οι καινούργιες ειδήσεις» β. «τῷ θανάτῳ τοῡ παιδὸς συντεταραγμένος», Ηρόδ.)αρχ.1. συγχέω («συνταράσσω πάντα», Αριστοφ.)2. μεταβάλλω με ανατάραξη, με ανακάτεμα, με ανάμιξη («οὔτε τὰς τιμὰς ἐούσας συνταράξας οὔτε θέσμια μεταλλάξας», Ηρόδ.)3. (το μέσ. και παθ.) συνταράσσομαια) υφίσταμαι διατάραξη τής κοινωνικής τάξηςβ) (για στρατιώτες) περιέρχομαι σε κατάσταση σύγχυσηςγ) (για νόμο) ανατρέπομαι («νόμοι πάντες ξυνεταράχθησαν», Θουκ.)4. φρ. «συνταράσσω πόλεμον» — εγείρω πόλεμο, κηρύσσω πόλεμο (Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.